dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
υπάλληλος διεθνούς οργανισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
internationaler Beamter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υπάλληλος διεθνούς οργανισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
internationale Beamte
Ⓦ
Ⓖ
…